Iscrpljujući na grčkom
Prijevod: iscrpljujući, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
εξαντλώντας, κουραστική, εξαντλητική, εξαντλητικές, εξαντλητικά
Drugi jezici
Povezane riječi: iscrpljujući
iscrpljujući kašalj, iscrpljujući kašalj kod djece, iscrpljujući rječnik grčki, iscrpljujući na grčkom
Prijevodi
- iscrpljenost na grčkom - εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης
- iscrpljivati na grčkom - βασανιστήριο, τιμωρώ, μέγγενη, ράφι, σχάρα, κουράζω, Tucker, ...
- iscrpsti na grčkom - φτωχαίνω, καταναλώνω, εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
- iseliti na grčkom - αποδημώ, αποικώ, κινούνται έξω, κινηθούν έξω, κινηθεί έξω, μετακινηθούν από, εγκαταλείψουν
Nasumične riječi
Iscrpljujući na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: εξαντλώντας, κουραστική, εξαντλητική, εξαντλητικές, εξαντλητικά
Prijevodi: εξαντλώντας, κουραστική, εξαντλητική, εξαντλητικές, εξαντλητικά