Povlašten na grčkom
Prijevod: povlašten, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
ευνοϊκός, ευμενής, προνομιούχος, προνομιακή, προνομιούχο, προνομιακής, προνομιακό
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: povlašten
ovlašten engleski, povlašten rječnik grčki, povlašten na grčkom
Prijevodi
- povlađivanje na grčkom - έγκριση, παραδοχή, επιείκεια, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής
- povlađivati na grčkom - επευφημώ, χειροκροτώ, εκμαυλίζω, συνωμοτώ, εθελοτυφλώ, συνενόχων, συνεργάζομαι στο κακό
- povod na grčkom - κίνητρο, περίπτωση, προξενώ, αιτία, προκαλώ, σκοπός, λόγος, ...
- povodac na grčkom - λουρί, το λουρί, λουριού, leash
Nasumične riječi
Povlašten na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: ευνοϊκός, ευμενής, προνομιούχος, προνομιακή, προνομιούχο, προνομιακής, προνομιακό
Prijevodi: ευνοϊκός, ευμενής, προνομιούχος, προνομιακή, προνομιούχο, προνομιακής, προνομιακό