Uvjeravati na grčkom
Prijevod: uvjeravati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
νουθετώ, διαβεβαιώνω, καθησυχάζω, βεβαιώνω, παραινώ, λόγος, αιτία, αιτιολογία, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: uvjeravati
uvjeravati eng, uvjeravati rječnik grčki, uvjeravati na grčkom
Prijevodi
- uviđavan na grčkom - απαιτητικό, σε κάθε, απαιτητικούς, απαιτητικών, απαιτητικού
- uvjeravanje na grčkom - πειθώ, εγγύηση, σιγουριά, διαβεβαίωση, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, ...
- uvjeren na grčkom - ασφαλής, εδραιώνω, ασφαλίζω, διασφαλίζω, βέβαιος, σίγουρος, πεπεισμένος, ...
- uvjerene na grčkom - πιστεύω, Πεπεισμένοι, Πεπεισμένος, Πεπεισμένη, Πεπεισμένα, Πεπεισμένο
Nasumične riječi
Uvjeravati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: νουθετώ, διαβεβαιώνω, καθησυχάζω, βεβαιώνω, παραινώ, λόγος, αιτία, αιτιολογία, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν
Prijevodi: νουθετώ, διαβεβαιώνω, καθησυχάζω, βεβαιώνω, παραινώ, λόγος, αιτία, αιτιολογία, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν