Áreiðanlegur á grísku
Þýðing: áreiðanlegur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
φερέγγυος, αξιόπιστος, εχέγγυος, συμπαγής, στερεός, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: áreiðanlegur
áreiðanlegur tungumála orðabók gríska, áreiðanlegur á grísku
Þýðingar
- árbækur á grísku - χρονικά, επετηρίδες, επετηρίδων, επετηρίδες που, Yearbooks, επετηρίδες για
- árdegi á grísku - am, είμαι, Με, βρίσκομαι, αμ
- árekstur á grísku - πάταγος, σύγκρουση, πέφτω, προσκρούω, κραχ, σύγκρουσης, συγκρούσεων, ...
- árferði á grísku - νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, ...
Orð af handahófi
Áreiðanlegur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: φερέγγυος, αξιόπιστος, εχέγγυος, συμπαγής, στερεός, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
Þýðingar: φερέγγυος, αξιόπιστος, εχέγγυος, συμπαγής, στερεός, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα