Óánægja á grísku
Þýðing: óánægja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δυσφορία, δυσαρέσκεια, δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκειά, η δυσαρέσκεια
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: óánægja
óánægja í starfi, óánægja tungumála orðabók gríska, óánægja á grísku
Þýðingar
- óvar á grísku - απρόσεκτος, εκτεθειμένος, εκτίθενται, εκτίθεται, εκτεθεί, εκτεθειμένη
- óvinur á grísku - εχθρός, Enemy, εχθρό, του εχθρού, εχθρικά
- ögn á grísku - κλέβω, βουτώ, τσιμπώ, φίμωτρο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, ...
- ögra á grísku - πειράζω, ξεμπλέκω, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Orð af handahófi
Óánægja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δυσφορία, δυσαρέσκεια, δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκειά, η δυσαρέσκεια
Þýðingar: δυσφορία, δυσαρέσκεια, δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκειά, η δυσαρέσκεια