Þenja á grísku

Þýðing: þenja, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, τεντώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Þenja á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: þenja

þenja tungumála orðabók gríska, þenja á grísku

Þýðingar

  • þekking á grísku - γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
  • þekkja á grísku - γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
  • þess á grísku - ο, η, το, την, της
  • þessi á grísku - αυτή, αυτό, αυτός, εκείνος, που, Αυτό το, αυτή η
Orð af handahófi
Þenja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, τεντώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί