Þykja á grísku
Þýðing: þykja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αισθάνομαι, νιώθω, υφή, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, θεωρηθούν
Önnur tungumál
Skyld orð: þykja
að þykja, mér þykja, þykja beyging, þykja tungumála orðabók gríska, þykja á grísku
Þýðingar
- þvo á grísku - πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
- því á grísku - διότι, γιατί, ο, η, το, την, της
- þykkur á grísku - δασύς, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
- þyrla á grísku - ελικόπτερο, πέλεκας, με ελικόπτερο, ελικόπτερο που, Ελικοπτέρων, ελικοπτέρου
Orð af handahófi
Þykja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αισθάνομαι, νιώθω, υφή, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, θεωρηθούν
Þýðingar: αισθάνομαι, νιώθω, υφή, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, θεωρηθούν