Afhjúpun á grísku

Þýðing: afhjúpun, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αποκάλυψη, αποκαλυπτήρια, αποκαλυπτηρίων, την αποκάλυψη
Afhjúpun á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: afhjúpun

afhjúpun tungumála orðabók gríska, afhjúpun á grísku

Þýðingar

  • afhending á grísku - παραλαβή, παράδοση, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
  • afhjúpa á grísku - αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, αποκαλύψει, αποκάλυψη, αποκαλύψουν, να αποκαλύψει, αποκαλυφθούν
  • afkasta á grísku - επιτυγχάνω, εκτελώ, αποδίδω, καταφέρω, πραγματοποιώ, επίδοση, παράσταση, ...
  • afkastalítill á grísku - αναποτελεσματικός, ανεπαρκής, αναποτελεσματική, αναποτελεσματικό, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικών
Orð af handahófi
Afhjúpun á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αποκάλυψη, αποκαλυπτήρια, αποκαλυπτηρίων, την αποκάλυψη