Almennilegur á grísku

Þýðing: almennilegur, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγαθός, καλός, ευγενικός, είδος, μια πραγματική, ένα πραγματικό, πραγματική, πραγματικό, πραγματικός
Almennilegur á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: almennilegur

almennilegur tungumála orðabók gríska, almennilegur á grísku

Þýðingar

  • allverulega á grísku - αρκετά, οι δύο ομάδες, οι δύο όμιλοι, οι δυο ομάδες, οι δύο κατηγορίες, των δύο ομάδων
  • almanak á grísku - ημερολόγιο, ημερολογιακό, ημερολογιακού, ημερολογίου, ημερολογιακών
  • almenningur á grísku - άνθρωπος, κοινός, άνθρωποι, κόσμος, δημόσιο, κοινό, δημόσια, ...
  • almennur á grísku - γενικός, κοινός, συνηθισμένος, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, ...
Orð af handahófi
Almennilegur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγαθός, καλός, ευγενικός, είδος, μια πραγματική, ένα πραγματικό, πραγματική, πραγματικό, πραγματικός