Atvik á grísku
Þýðing: atvik, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
υπόθεση, επεισόδιο, άθλημα, δεσμός, περιστατικό, γεγονός, εκδηλώσεις, εκδηλώσεων, γεγονότα, γεγονότων, συμβάντα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: atvik
vandræðalegt atvik, vik trans, neyðarleg atvik, óvænt atvik, satvik meaning, atvik tungumála orðabók gríska, atvik á grísku
Þýðingar
- atlot á grísku - θεραπεία, μεταχείριση
- atriði á grísku - ύλη, νοιάζομαι, θέμα, υπόθεση, αντικειμένων, στοιχεία, αντικείμενα, ...
- atviksorð á grísku - επίρρημα, επιρρήματα, επιρρημάτων, τα επιρρήματα, adverbs
- atvinna á grísku - δουλειά, εργάζομαι, δουλεύω, δουλειές, υπόθεση, επιχείρηση, εργασία, ...
Orð af handahófi
Atvik á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: υπόθεση, επεισόδιο, άθλημα, δεσμός, περιστατικό, γεγονός, εκδηλώσεις, εκδηλώσεων, γεγονότα, γεγονότων, συμβάντα
Þýðingar: υπόθεση, επεισόδιο, άθλημα, δεσμός, περιστατικό, γεγονός, εκδηλώσεις, εκδηλώσεων, γεγονότα, γεγονότων, συμβάντα