Atvinna á grísku
Þýðing: atvinna, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δουλειά, εργάζομαι, δουλεύω, δουλειές, υπόθεση, επιχείρηση, εργασία, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: atvinna
atvinna í reykjanesbæ, atvinna 2014, atvinna erlendis, atvinna í reykjavík, atvinna með stuðningi, atvinna tungumála orðabók gríska, atvinna á grísku
Þýðingar
- atvik á grísku - υπόθεση, επεισόδιο, άθλημα, δεσμός, περιστατικό, γεγονός, εκδηλώσεις, ...
- atviksorð á grísku - επίρρημα, επιρρήματα, επιρρημάτων, τα επιρρήματα, adverbs
- auga á grísku - μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
- augabrún á grísku - φρύδι, Brower, πρόγραμμα περιήγησής, το πρόγραμμα περιήγησής, το πρόγραμμα περιήγησής του, πρόγραμμα περιήγησής του
Orð af handahófi
Atvinna á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δουλειά, εργάζομαι, δουλεύω, δουλειές, υπόθεση, επιχείρηση, εργασία, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Þýðingar: δουλειά, εργάζομαι, δουλεύω, δουλειές, υπόθεση, επιχείρηση, εργασία, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία