Auðn á grísku
Þýðing: auðn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
έρημος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: auðn
eilífð auðn, eilíf auðn, auðn tungumála orðabók gríska, auðn á grísku
Þýðingar
- auðkenna á grísku - σημαίνω, βαθμός, σημειώνω, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, ...
- auðmýkt á grísku - ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα, ταπεινότητας, ταπεινοφροσύνης, την ταπεινότητα
- auðsær á grísku - εναργής, προφανής, καταφανής, κραυγαλέα, κατάφωρη, κραυγαλέες, εκτυφλωτικό
- auðséður á grísku - ελευθερώνω, έκδηλος, προφανής, εναργής, διαυγής, προφανές, προφανή, ...
Orð af handahófi
Auðn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: έρημος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Þýðingar: έρημος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα