Auðsær á grísku
Þýðing: auðsær, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εναργής, προφανής, καταφανής, κραυγαλέα, κατάφωρη, κραυγαλέες, εκτυφλωτικό
Önnur tungumál
Skyld orð: auðsær
auðsær tungumála orðabók gríska, auðsær á grísku
Þýðingar
- auðmýkt á grísku - ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα, ταπεινότητας, ταπεινοφροσύνης, την ταπεινότητα
- auðn á grísku - έρημος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- auðséður á grísku - ελευθερώνω, έκδηλος, προφανής, εναργής, διαυγής, προφανές, προφανή, ...
- auðsýna á grísku - δείχνω, διατυπώνω, εμφαίνω, εκφράζω, παράσταση, σόου, προβολή, ...
Orð af handahófi
Auðsær á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εναργής, προφανής, καταφανής, κραυγαλέα, κατάφωρη, κραυγαλέες, εκτυφλωτικό
Þýðingar: εναργής, προφανής, καταφανής, κραυγαλέα, κατάφωρη, κραυγαλέες, εκτυφλωτικό