Bóndabær á grísku
Þýðing: bóndabær, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Önnur tungumál
Skyld orð: bóndabær
bóndabær til leigu, bóndabær til sölu, playmobil bóndabær, bóndabær tungumála orðabók gríska, bóndabær á grísku
Þýðingar
- bólusetja á grísku - εμβολιάζω, εμβολιασμός, Ο εμβολιασμός, τον εμβολιασμό, εμβολιασμού, του εμβολιασμού
- bón á grísku - παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, ...
- bóndi á grísku - κύριος, μετρ, δεξιοτέχνης, αγρότης, σύζυγος, αφέντης, γεωργός, ...
- bónorð á grísku - πρόταση, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
Orð af handahófi
Bóndabær á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Þýðingar: αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων