Bila á grísku
Þýðing: bila, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ρωγμή, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, ράγισμα, διάλλειμα, ραγίζω, χώροι, χώρους, χώρων, θέσεις, Απαγορεύεται
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: bila
bila hátalara, bila plan, bílauppboð, bílaleiga, bila og vélasala, bila tungumála orðabók gríska, bila á grísku
Þýðingar
- bifreiðarstjóri á grísku - οδηγός
- bil á grísku - στιγμή, περίπου, σχετικά με, για, σχετικά, για το
- billjón á grísku - δισεκατομμύριο, δισεκατομμύρια, δισ, δις, δισεκατομμυρίων
- bilun á grísku - ρήξη, αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας
Orð af handahófi
Bila á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ρωγμή, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, ράγισμα, διάλλειμα, ραγίζω, χώροι, χώρους, χώρων, θέσεις, Απαγορεύεται
Þýðingar: ρωγμή, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, ράγισμα, διάλλειμα, ραγίζω, χώροι, χώρους, χώρων, θέσεις, Απαγορεύεται