Brjóstnál á grísku
Þýðing: brjóstnál, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πόρπη, καρφίτσα, μαστεκτομή, από μαστεκτομή, Μαστεκτομής, τη μαστεκτομή, η μαστεκτομή
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: brjóstnál
brjóstnál tungumála orðabók gríska, brjóstnál á grísku
Þýðingar
- brjálaður á grísku - τρελός, λωλός, κουζουλός, θυμωμένος, Crazy, τρελό, τρελά, ...
- brjóst á grísku - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
- brjóta á grísku - αντεπίθεση, ζημιά, διάλειμμα, βλάπτω, βλάβη, σπάζω, διάλλειμα, ...
- broddur á grísku - κεντρίζω, τσιμπώ, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Orð af handahófi
Brjóstnál á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πόρπη, καρφίτσα, μαστεκτομή, από μαστεκτομή, Μαστεκτομής, τη μαστεκτομή, η μαστεκτομή
Þýðingar: πόρπη, καρφίτσα, μαστεκτομή, από μαστεκτομή, Μαστεκτομής, τη μαστεκτομή, η μαστεκτομή