Brot á grísku
Þýðing: brot, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
θραύσμα, θλάση, κομματάκι, σπάσιμο, πτυχή, διπλώνω, διχοτομία, κάταγμα, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: brot
brot und brötchen, brot und spiele, brot selber backen, brot á mannréttindum, brot und salz, brot tungumála orðabók gríska, brot á grísku
Þýðingar
- bros á grísku - χαμόγελο, χαμογελώ, χαμόγελό, χαμόγελου, το χαμόγελο, το χαμόγελό
- brosa á grísku - χαμόγελο, χαμογελώ, χαμόγελό, χαμόγελου, το χαμόγελο, το χαμόγελό
- brothættur á grísku - εύθραυστος, εύθραυστο, εύθραυστη, εύθραυστα, ευάλωτες, εύθραυστες
- brotna á grísku - διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, ...
Orð af handahófi
Brot á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: θραύσμα, θλάση, κομματάκι, σπάσιμο, πτυχή, διπλώνω, διχοτομία, κάταγμα, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που
Þýðingar: θραύσμα, θλάση, κομματάκι, σπάσιμο, πτυχή, διπλώνω, διχοτομία, κάταγμα, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που