Dósent á grísku
Þýðing: dósent, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αναγνώστης, Συνεργάτης, Αναπληρωτής, Αναπληρώτρια, Αναπληρωτή, Αναπλ
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: dósent
dósent lektor, dósent lektor aðjúnkt, dósent lektor prófessor, dósent er, dósent í hagfræði, dósent tungumála orðabók gríska, dósent á grísku
Þýðingar
- dónalegur á grísku - χυδαίος, πρόστυχος, βάναυσος, αγενής, αγενές, αγενείς, αγενή, ...
- dós á grísku - κασσίτερος, κάσα, κουτί, μπορώ, πυγμαχώ, κονσέρβα, Κάνιστρο, ...
- dót á grísku - υπάρχοντα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό
- dóttir á grísku - κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Orð af handahófi
Dósent á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αναγνώστης, Συνεργάτης, Αναπληρωτής, Αναπληρώτρια, Αναπληρωτή, Αναπλ
Þýðingar: αναγνώστης, Συνεργάτης, Αναπληρωτής, Αναπληρώτρια, Αναπληρωτή, Αναπλ