Erindreki á grísku
Þýðing: erindreki, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
παράγων, πράκτορας, μεσίτης, απεσταλμένος, απεσταλμένου, Απεσταλμένο, απεσταλμένος του, απεσταλμένου της
Önnur tungumál
Skyld orð: erindreki
erindreki tungumála orðabók gríska, erindreki á grísku
Þýðingar
- erfðir á grísku - κληρονομικότητα, κληρονομία, κληρονομιά, κληρονομιάς, κληρονομίας
- erindi á grísku - καταγγελία, παράπονο, καταγγελίας, αιτίαση, την καταγγελία
- erlendis á grísku - στο εξωτερικό, εξωτερικό, υπερπόντια, το εξωτερικό, υπερπόντιες
- erlendur á grísku - ξένος, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Orð af handahófi
Erindreki á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: παράγων, πράκτορας, μεσίτης, απεσταλμένος, απεσταλμένου, Απεσταλμένο, απεσταλμένος του, απεσταλμένου της
Þýðingar: παράγων, πράκτορας, μεσίτης, απεσταλμένος, απεσταλμένου, Απεσταλμένο, απεσταλμένος του, απεσταλμένου της