Fávís á grísku

Þýðing: fávís, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγνοών, αμαθής, μωρόπιστος, αγράμματος, άγνοια, αδαείς, ανίδεοι, αδαής
Fávís á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: fávís

fávís tungumála orðabók gríska, fávís á grísku

Þýðingar

  • fátækt á grísku - πενία, ένδεια, φτώχεια, μιζέρια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, ...
  • fátækur á grísku - πενιχρός, φτωχός, άπορος, καημένος, κακή, φτωχών, φτωχούς, ...
  • fægja á grísku - λούστρο, βερνίκι, λουστράρω, στιλβώνω, γυαλίζω, στίλβωμα, στίλβωση, ...
  • fælinn á grísku - συνεσταλμένος, νευρικός, ντροπαλός, δειλός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ...
Orð af handahófi
Fávís á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγνοών, αμαθής, μωρόπιστος, αγράμματος, άγνοια, αδαείς, ανίδεοι, αδαής