Fífl á grísku
Þýðing: fífl, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
βλάκας, χαζός, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Önnur tungumál
Skyld orð: fífl
fífl og dóni, fífl tungumála orðabók gríska, fífl á grísku
Þýðingar
- félag á grísku - εταιρία, συνεργασία, κοινωνία, ομήγυρη, παρέα, θίασος, εταιρεία, ...
- félagi á grísku - ταίρι, σύντροφος, μέλος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
- fíflslegur á grísku - χαζός, κουτός, έδρανα, ρουλεμάν, εδράνων, τριβείς, ρουλεμάν με
- fíkja á grísku - σύκα, Σχ, Σχήματα, Εικ, Τα Σχ
Orð af handahófi
Fífl á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: βλάκας, χαζός, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Þýðingar: βλάκας, χαζός, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους