Fet á grísku

Þýðing: fet, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διάβημα, βήμα, φόρα, βηματίζω, δρασκελιά, ρυθμός, πόδια, ποδιών, τα πόδια, μπάλα, μπάλα στον
Fet á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: fet

feet to meters, ft to m, fet audio amp, fet í cm, fet lenser, fet tungumála orðabók gríska, fet á grísku

Þýðingar

  • festa á grísku - φτιάχνω, αποφασιστικότητα, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
  • festi á grísku - αλυσίδα, καλώδιο, καδένα, σκοινί, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, ...
  • fimleikar á grísku - γυμναστική, Γυμναστικής, τη γυμναστική, η γυμναστική, Γυμναστικού
  • fimm á grísku - πέντε, από πέντε, τα πέντε, των πέντε
Orð af handahófi
Fet á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διάβημα, βήμα, φόρα, βηματίζω, δρασκελιά, ρυθμός, πόδια, ποδιών, τα πόδια, μπάλα, μπάλα στον