Fullnægja á grísku

Þýðing: fullnægja, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πραγματοποιώ, εκπληρώνω, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
Fullnægja á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: fullnægja

fullnægja tungumála orðabók gríska, fullnægja á grísku

Þýðingar

  • fullgera á grísku - ολοκληρώνω, τερματισμός, ολόκληρος, περατώνω, τέλος, τελειώνω, πλήρης, ...
  • fullkominn á grísku - ολόκληρος, ολοκληρώνω, περατώνω, απόλυτος, τελικός, τελική, απόλυτη, ...
  • fulltrúi á grísku - αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
  • fullur á grísku - πλήρης, ολικός, γεμάτος, φέσι, μεθυσμένος, μεστός, πλήρη, ...
Orð af handahófi
Fullnægja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πραγματοποιώ, εκπληρώνω, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει