Fulltrúi á grísku
Þýðing: fulltrúi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
Önnur tungumál
Skyld orð: fulltrúi
fulltrúi á ensku, fulltrúi sveitarfélaga, fulltrúi ags á íslandi, fulltrúi enska, löglærður fulltrúi, fulltrúi tungumála orðabók gríska, fulltrúi á grísku
Þýðingar
- fullkominn á grísku - ολόκληρος, ολοκληρώνω, περατώνω, απόλυτος, τελικός, τελική, απόλυτη, ...
- fullnægja á grísku - πραγματοποιώ, εκπληρώνω, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
- fullur á grísku - πλήρης, ολικός, γεμάτος, φέσι, μεθυσμένος, μεστός, πλήρη, ...
- fullvissa á grísku - βεβαιότητα, σιγουριά, διαβεβαίωση, εγγύηση, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, ...
Orð af handahófi
Fulltrúi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
Þýðingar: αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο