Fylli á grísku
Þýðing: fylli, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ικανοποίηση, αρέσκεια, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Önnur tungumál
Skyld orð: fylli
fyelli i bariut, fylli-täti youtube, fyelli dhe fjalet e qiririt, fylli dhe kavalli, fylli shqip, fylli tungumála orðabók gríska, fylli á grísku
Þýðingar
- fylkingararmur á grísku - πλευρό, πλαγιά, βραχίονα, βραχίονας, οπλίζει, οπλίσετε, το βραχίονα
- fylla á grísku - γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
- fyrir á grísku - πριν, για, για την, για τη, για το, για τις
- fyrirgefa á grísku - συγχωρώ, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει
Orð af handahófi
Fylli á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ικανοποίηση, αρέσκεια, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Þýðingar: ικανοποίηση, αρέσκεια, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει