Galli á grísku
Þýðing: galli, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
φτιάξιμο, λάθος, ψεγάδι, ελάττωμα, αποστατώ, στίγμα, αμαυρώνω, αδυναμία, έλλειψη, κενό, μειονέκτημα, ανεπάρκεια
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: galli
galli winery, galli theater berlin, galli cricket, galli giro, galli í fasteignakaupum, galli tungumála orðabók gríska, galli á grísku
Þýðingar
- galdur á grísku - συλλαβίζω, μαγικός, μαγεία, ορθογραφώ, ξόρκι, διάστημα, Magic, ...
- gallaður á grísku - ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών
- gamall á grísku - γέρικος, παλαιός, γέρος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
- gaman á grísku - διασκέδαση, κέφι, πλάκα, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
Orð af handahófi
Galli á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: φτιάξιμο, λάθος, ψεγάδι, ελάττωμα, αποστατώ, στίγμα, αμαυρώνω, αδυναμία, έλλειψη, κενό, μειονέκτημα, ανεπάρκεια
Þýðingar: φτιάξιμο, λάθος, ψεγάδι, ελάττωμα, αποστατώ, στίγμα, αμαυρώνω, αδυναμία, έλλειψη, κενό, μειονέκτημα, ανεπάρκεια