Gervi á grísku
Þýðing: gervi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
χαρακτήρας, αμφίεση, παρουσιαστικό, τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Önnur tungumál
Skyld orð: gervi
gervi maasmechelen, gervi túlípanar, gervi arinn, gervileður, gervi ólétta, gervi tungumála orðabók gríska, gervi á grísku
Þýðingar
- gera á grísku - κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, ...
- gerlar á grísku - βακτηρίδια, βακτήρια, βακτηρίων, βακτηριδίων, τα βακτήρια
- gervi- á grísku - τεχνητός, ψευδο-, ψευδο, ψευδοαλλεργικές, ψευ-
- gerð á grísku - φτιάχνω, εξαναγκάζω, ευγενικός, κάνω, καλός, είδος, κατασκευάζω, ...
Orð af handahófi
Gervi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: χαρακτήρας, αμφίεση, παρουσιαστικό, τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Þýðingar: χαρακτήρας, αμφίεση, παρουσιαστικό, τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών