Hæfa á grísku
Þýðing: hæfa, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αλήθεια, χτυπώ, ισότητα, δικαιοσύνη, βαρώ, σουξέ, κατάλληλος, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hæfa
hæfa tungumála orðabók gríska, hæfa á grísku
Þýðingar
- háð á grísku - διασυρμός, παρωδία, γελοιοποιώ, κοροϊδία, χλευασμός, θέμα, υποκείμενο, ...
- háðung á grísku - δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, όνειδος, επίπληξη, μομφή, μομφής, ...
- hæfileiki á grísku - ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, την ικανότητα, δυνατοτήτων
- hæfur á grísku - πρόσφορος, βολικός, κατάλληλος, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, ...
Orð af handahófi
Hæfa á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αλήθεια, χτυπώ, ισότητα, δικαιοσύνη, βαρώ, σουξέ, κατάλληλος, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες
Þýðingar: αλήθεια, χτυπώ, ισότητα, δικαιοσύνη, βαρώ, σουξέ, κατάλληλος, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες