Húsrúm á grísku
Þýðing: húsrúm, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
στέγαση, κατάλυμα, είναι, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, είναι η
Önnur tungumál
Skyld orð: húsrúm
húsrúm tungumála orðabók gríska, húsrúm á grísku
Þýðingar
- húsgögn á grísku - έπιπλα, επίπλων, Καταστήματα Επίπλων, επίπλωση, τα έπιπλα
- húsnæði á grísku - στέγαση, περίβλημα, στέγασης, κατοικιών, περιβλήματος
- húðarrigning á grísku - νεροποντή, βροχή, βροχής, τη βροχή, ψιλής βροχής, βροχές
- húðskamma á grísku - λοιδορία, κατάχρηση, καταχρώμαι, βρίζω
Orð af handahófi
Húsrúm á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: στέγαση, κατάλυμα, είναι, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, είναι η
Þýðingar: στέγαση, κατάλυμα, είναι, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, είναι η