Hlífa á grísku
Þýðing: hlífa, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κατοχυρώνω, προστατεύω, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό
Önnur tungumál
Skyld orð: hlífa
að hlífa, hlífa tungumála orðabók gríska, hlífa á grísku
Þýðingar
- hlægilegur á grísku - γελοίος, περίγελος, αστείος, Αστεία, αστείο, Funny, Αστείες
- hlæja á grísku - γελώ, γέλιο, γέλια, το γέλιο, γέλιου, γελούν
- hlíð á grísku - λοφοπλαγιά, κατηφορίζω, πλαγιά, γέρνω, κλίση, κλίσης, πίστα, ...
- hlóðir á grísku - τζάκι, σιταποθήκη, Αχυρώνας, Barn, αχυρώνα, αχυρώνες
Orð af handahófi
Hlífa á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κατοχυρώνω, προστατεύω, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό
Þýðingar: κατοχυρώνω, προστατεύω, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό