Iðjalaus á grísku
Þýðing: iðjalaus, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αδρανής, τεμπέλης, αργόσχολος, άνεργος, ομόκεντρους, ομόκεντρων, ομόκεντροι, ομόκεντρο, ομόκεντρα
Önnur tungumál
Skyld orð: iðjalaus
iðjalaus tungumála orðabók gríska, iðjalaus á grísku
Þýðingar
- iðinn á grísku - εργατικός, επιμελής, επιμελώς, επιμέλεια, με επιμέλεια, επιμελώς για, επιμελή
- iðja á grísku - δουλεύω, καθήκον, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, ομόκεντρος, ομόκεντρους, ...
- iðjuleysi á grísku - αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής
- iðjusemi á grísku - βιομηχανία, επιμέλεια, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
Orð af handahófi
Iðjalaus á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αδρανής, τεμπέλης, αργόσχολος, άνεργος, ομόκεντρους, ομόκεντρων, ομόκεντροι, ομόκεντρο, ομόκεντρα
Þýðingar: αδρανής, τεμπέλης, αργόσχολος, άνεργος, ομόκεντρους, ομόκεντρων, ομόκεντροι, ομόκεντρο, ομόκεντρα