Lækka á grísku
Þýðing: lækka, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
περιορίζω, ταπεινώνω, εκπίπτω, πτώση, χαμηλώνω, πέφτω, μειώνω, ελαττώνω, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: lækka
lækka forgjöf, lækka blóðþrýsting, lækka hita, lækka skatta, lækka útsvar, lækka tungumála orðabók gríska, lækka á grísku
Þýðingar
- láta á grísku - ενοικιάζομαι, βάζω, τοποθετώ, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, ...
- látinn á grísku - πεθαμένος, νεκρός, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
- læknir á grísku - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
- læra á grísku - μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Orð af handahófi
Lækka á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: περιορίζω, ταπεινώνω, εκπίπτω, πτώση, χαμηλώνω, πέφτω, μειώνω, ελαττώνω, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Þýðingar: περιορίζω, ταπεινώνω, εκπίπτω, πτώση, χαμηλώνω, πέφτω, μειώνω, ελαττώνω, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο