Leyfi á grísku
Þýðing: leyfi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: leyfi
leyfi fyrir gistingu, leyfi til að sitja í óskiptu búi, leyfi til heimagistingar, leyfi til setu í óskiptu búi, leyfi til reksturs gistiheimilis, leyfi tungumála orðabók gríska, leyfi á grísku
Þýðingar
- letur á grísku - τυπώνω, εμπριμέ, είδος, δακτυλογραφώ, γραμματοσειρά, γραμματοσειράς, γραμματοσειρών, ...
- leyfa á grísku - επιτρέπω, αφήνω, ενοικιάζομαι, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, ...
- leynast á grísku - παραμονεύω, απέκρυψε, κρυφό, κρυφή, κρυμμένη, κρύβονται
- leyndardómsfullur á grísku - μυστηριώδης, αινιγματικός, μυστηριώδη, μυστηριώδες, μυστηριώδεις, μυστήρια
Orð af handahófi
Leyfi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Þýðingar: επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό