Málefni á grísku
Þýðing: málefni, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αντικείμενο, ύλη, θέμα, νοιάζομαι, υπόθεση, υποκείμενο, υπήκοος, θέματα, ζητήματα, ζητημάτων, θεμάτων, θέματα που
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: málefni
málefni hælisleitenda, málefni aldraðra tímarit, málefni aldraðra, málefni geðfatlaðra, málefni fatlaðra til sveitarfélaga, málefni tungumála orðabók gríska, málefni á grísku
Þýðingar
- máfur á grísku - γλάρος, Seagull, γλάρο, γλάρου, Το Seagull
- mál á grísku - θήκη, γλώσσα, περιστατικό, υπόθεση, βαλίτσα, θέματα, ζητήματα, ...
- mánuður á grísku - μήνας, Μήνα, μηνός, το μήνα, μήνα που
- mása á grísku - λαχανιάζω, έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή
Orð af handahófi
Málefni á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αντικείμενο, ύλη, θέμα, νοιάζομαι, υπόθεση, υποκείμενο, υπήκοος, θέματα, ζητήματα, ζητημάτων, θεμάτων, θέματα που
Þýðingar: αντικείμενο, ύλη, θέμα, νοιάζομαι, υπόθεση, υποκείμενο, υπήκοος, θέματα, ζητήματα, ζητημάτων, θεμάτων, θέματα που