Mínúta á grísku
Þýðing: mínúta, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μικροσκοπικός, λεπτό, λεπτομερής, πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα
Önnur tungumál
Skyld orð: mínúta
mínúta tungumála orðabók gríska, mínúta á grísku
Þýðingar
- mælitæki á grísku - εργαλείο, υπολογίζω, εκτιμώ, μετρητής, όργανο, μέσα, μέσων, ...
- míga á grísku - ουρώ, ούρο, piss, κάτουρο, κάτουρα
- mótdrægur á grísku - ευμενής, ευνοϊκός, κατά της ιδέας, ενάντια στην ιδέα, εναντίον της ιδέας, αντιτίθεται στην ιδέα, αντίθετος στην ιδέα
- mótgangur á grísku - Μονά, Odd, Μονός, αριθμός Mονός αριθμός, Mονός αριθμός
Orð af handahófi
Mínúta á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μικροσκοπικός, λεπτό, λεπτομερής, πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα
Þýðingar: μικροσκοπικός, λεπτό, λεπτομερής, πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα