Okur á grísku
Þýðing: okur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
τοκογλυφία, Η τοκογλυφία, της τοκογλυφίας, την τοκογλυφία, Τοκογλυφικό
Önnur tungumál
Skyld orð: okur
okur yazar olmayan zenciye ne denir, okur emlak, okur kitaplığı, okur otomotiv, okur makina, okur tungumála orðabók gríska, okur á grísku
Þýðingar
- ok á grísku - ζεύω, και, και την, και να, και της, και των
- okkar á grísku - μας, μας για
- olbogi á grísku - αγκώνας, Αγκώνες, γωνίες, Οι αγκώνες, τους αγκώνες, αγκώνων
- olía á grísku - λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Orð af handahófi
Okur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: τοκογλυφία, Η τοκογλυφία, της τοκογλυφίας, την τοκογλυφία, Τοκογλυφικό
Þýðingar: τοκογλυφία, Η τοκογλυφία, της τοκογλυφίας, την τοκογλυφία, Τοκογλυφικό