Olbogi á grísku
Þýðing: olbogi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγκώνας, Αγκώνες, γωνίες, Οι αγκώνες, τους αγκώνες, αγκώνων
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: olbogi
tennisolnbogi, olbogi tungumála orðabók gríska, olbogi á grísku
Þýðingar
- okkar á grísku - μας, μας για
- okur á grísku - τοκογλυφία, Η τοκογλυφία, της τοκογλυφίας, την τοκογλυφία, Τοκογλυφικό
- olía á grísku - λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
- op á grísku - χάσμα, κενό, ΕΠ, ΟΡ, Ε.Π., του ΕΠ
Orð af handahófi
Olbogi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγκώνας, Αγκώνες, γωνίες, Οι αγκώνες, τους αγκώνες, αγκώνων
Þýðingar: αγκώνας, Αγκώνες, γωνίες, Οι αγκώνες, τους αγκώνες, αγκώνων