Takmarkaður á grísku
Þýðing: takmarkaður, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
περιορισμός, περιστολή, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
Önnur tungumál
Skyld orð: takmarkaður
takmarkaður tungumála orðabók gríska, takmarkaður á grísku
Þýðingar
- takast á grísku - διευθύνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, συμφωνία, συμφωνίας, ...
- takmarka á grísku - περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
- tala á grísku - μιλώ, ομιλία, αριθμός, κουβέντα, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε
- talsverður á grísku - αξιόλογος, αρκετός, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Orð af handahófi
Takmarkaður á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: περιορισμός, περιστολή, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
Þýðingar: περιορισμός, περιστολή, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης