Umtalsverður á grísku
Þýðing: umtalsverður, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αρκετός, αξιόλογος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Önnur tungumál
Skyld orð: umtalsverður
umtalsverður tungumála orðabók gríska, umtalsverður á grísku
Þýðingar
- umsjón á grísku - φροντίζω, φροντίδα, εποπτεία, επίβλεψη, εποπτείας, έλεγχο, επιτήρηση
- umsókn á grísku - χρήση, αίτηση, προσήλωση, εφαρμογή, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
- undanfarinn á grísku - προηγούμενος, το παρελθόν, παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
- undir á grísku - ο, η, το, την, της
Orð af handahófi
Umtalsverður á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αρκετός, αξιόλογος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Þýðingar: αρκετός, αξιόλογος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά