Condurre in greco

Traduzione: condurre, Dizionario: italiano » greco

Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
αντεπεξέρχομαι, σκηνοθετώ, ξεναγός, διεξάγω, ξεναγώ, συμπεριφορά, λουρί, κεφάλι, διαγωγή, καταφέρνω, καθοδηγώ, μόλυβδος, τρέχω, ηγούμαι, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Condurre in greco
Parole correlate
Altre lingue

Parole correlate: condurre

condurre analisi grammaticale, condurre antonimi, condurre coniugazione, condurre cruciverba, condurre dall'origine alla retta t tangente al grafico della funzione, condurre dizionario di lingua greco, condurre in greco

Traduzioni

  • condonare in greco - δικαιολογία, συγχωρώ, αφορμή, παραβλέπω, συγχωρούν
  • condotto in greco - πίπα, σωλήνας, αυλός, διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, διεξήχθη, ...
  • conduttore in greco - διευθυντής, μαέστρος, αγωγός, αγωγού, αγωγό, του αγωγού
  • conduttura in greco - σωλήνωση, αγωγού, αγωγός, αγωγών, αγωγό, του αγωγού
Parole a caso
Condurre in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: αντεπεξέρχομαι, σκηνοθετώ, ξεναγός, διεξάγω, ξεναγώ, συμπεριφορά, λουρί, κεφάλι, διαγωγή, καταφέρνω, καθοδηγώ, μόλυβδος, τρέχω, ηγούμαι, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά