Imperativo in greco
Traduzione: imperativo, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: imperativo
congiuntivo, congiuntivo imperativo, di imperativo, essere imperativo, francese imperativo, imperativo dizionario di lingua greco, imperativo in greco
Traduzioni
- impellente in greco - επείγων, άμεσος, ωθούντα, ώθησης που, ωθήσεως, ωθήσεως η
- impenetrabile in greco - αδιαπέραστος, αδιαπέραστο, αδιαπέραστα, αδιαπέραστη, αδιαπέραστες
- impercettibile in greco - ανεπαίσθητος, ανεπαίσθητη, ανεπαίσθητες, ανεπαίσθητο, αδιόρατη
- imperfetto in greco - ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
Parole a caso
Imperativo in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Traduzioni: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό