Akimirksnis graikiškai
Vertimas: akimirksnis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
λεπτομερής, στιγμιαίος, μικροσκοπικός, στιγμή, δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερον, λεπτό, άψε σβήσε, jiffy, πι και φι
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: akimirksnis
akimirksnis kalbų žodynas graikų, akimirksnis graikiškai
Vertimai
- akcininkas graikiškai - μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
- akimirka graikiškai - στιγμιαίος, μικροσκοπικός, δεύτερον, δεύτερος, δευτερόλεπτο, στιγμή, αναβοσβήνω, ...
- akiniai graikiškai - γυαλιά, ποτήρια, τα γυαλιά, γυαλιών, Γυαλία
- akis graikiškai - οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Atsitiktiniai žodžiai
Akimirksnis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: λεπτομερής, στιγμιαίος, μικροσκοπικός, στιγμή, δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερον, λεπτό, άψε σβήσε, jiffy, πι και φι
Vertimai: λεπτομερής, στιγμιαίος, μικροσκοπικός, στιγμή, δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερον, λεπτό, άψε σβήσε, jiffy, πι και φι