Apytikris graikiškai
Vertimas: apytikris, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
τραχύς, σκληρός, πρόχειρος, κατά προσέγγιση, προσέγγιση, περίπου, προσεγγιστική
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: apytikris
apytikris kalbų žodynas graikų, apytikris graikiškai
Vertimai
- apyrankė graikiškai - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
- apysaka graikiškai - παραμύθι, ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, ιστορία του
- apžvalgininkas graikiškai - παρατηρητής, κριτικός, κριτής, Σχολιαστής, Αξιολογητή, Σχολιαστής του
- ar graikiškai - είτε, ή, και, ή να, ή την
Atsitiktiniai žodžiai
Apytikris graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: τραχύς, σκληρός, πρόχειρος, κατά προσέγγιση, προσέγγιση, περίπου, προσεγγιστική
Vertimai: τραχύς, σκληρός, πρόχειρος, κατά προσέγγιση, προσέγγιση, περίπου, προσεγγιστική