Eksploatacija graikiškai
Vertimas: eksploatacija, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
παράσταση, συντήρηση, εγχείρηση, φροντίδα, απόδοση, φροντίζω, λειτουργία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: eksploatacija
eksploatacija znacenje, eksploatacija tai, eksploatacija nikla, eksploatacija i odrzavanje motornih vozila, eksploatacija uglja, eksploatacija kalbų žodynas graikų, eksploatacija graikiškai
Vertimai
- eksperimentas graikiškai - πειραματίζομαι, πείραμα, πειράματος, το πείραμα, του πειράματος, πειράματα
- ekspertas graikiškai - εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
- eksportas graikiškai - εξαγωγή, εξάγω, εξαγωγής, την εξαγωγή, εξαγωγών, εξαγωγές
- eksportuoti graikiškai - εξαγωγή, εξάγω, εξαγωγής, την εξαγωγή, εξαγωγών, εξαγωγές
Atsitiktiniai žodžiai
Eksploatacija graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: παράσταση, συντήρηση, εγχείρηση, φροντίδα, απόδοση, φροντίζω, λειτουργία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Vertimai: παράσταση, συντήρηση, εγχείρηση, φροντίδα, απόδοση, φροντίζω, λειτουργία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη