Kilmė graikiškai
Vertimas: kilmė, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αρχή, ρυτίδα, αίμα, παρατάσσω, γραμμή, καταγωγή, επενδύω, ρίζα, γέννηση, έναρξη, προέλευση, πηγή, γέννα, ράτσα, οικογένεια, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: kilmė
aisčiai. kilmė, pavardės kilmė, kilmė angliškai, kilmė vikipedija, žmogaus kilmė, kilmė kalbų žodynas graikų, kilmė graikiškai
Vertimai
- kilimėlis graikiškai - χαλί, μοκέτα, χαλάκι, ματ, mat, τάπητα
- kilmininkas graikiškai - γενική, γενική πτώση
- kilogramas graikiškai - κιλό, χιλιόγραμμο, χιλιογράμμου, χιλιόγραμμα
- kilometras graikiškai - χιλιόμετρο, χιλιομέτρων, χιλιομέτρου, χλμ, χιλιόμετρα
Atsitiktiniai žodžiai
Kilmė graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αρχή, ρυτίδα, αίμα, παρατάσσω, γραμμή, καταγωγή, επενδύω, ρίζα, γέννηση, έναρξη, προέλευση, πηγή, γέννα, ράτσα, οικογένεια, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Vertimai: αρχή, ρυτίδα, αίμα, παρατάσσω, γραμμή, καταγωγή, επενδύω, ρίζα, γέννηση, έναρξη, προέλευση, πηγή, γέννα, ράτσα, οικογένεια, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως