Lįsti graikiškai
Vertimas: lįsti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ενοχλώ, παίρνω, σύρομαι, κόπος, σύρσιμο, αποκτώ, σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, μπουσουλάω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: lįsti
lįsti ar lysti, lįsti lindo lindo, lysti angliskai, lįsti rašyba, lįsti būsimasis laikas, lįsti kalbų žodynas graikų, lįsti graikiškai
Vertimai
- lėtas graikiškai - βραδύς, αργός, αργή, βραδεία, αργό, αργά
- lęšis graikiškai - φακός, φακού, φακό, φακών, του φακού
- lūpa graikiškai - χείλι, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών, lip
- lūšna graikiškai - υπόστεγο, καλύβα, Ξύλινη Καλύβα, Shack, παράγκα, παράγκας
Atsitiktiniai žodžiai
Lįsti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ενοχλώ, παίρνω, σύρομαι, κόπος, σύρσιμο, αποκτώ, σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, μπουσουλάω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Vertimai: ενοχλώ, παίρνω, σύρομαι, κόπος, σύρσιμο, αποκτώ, σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, μπουσουλάω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που