Laužti graikiškai
Vertimas: laužti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: laužti
laužti kalbų žodynas graikų, laužti graikiškai
Vertimai
- laumžirgis graikiškai - δράκος, δράκο, δράκου, δράκοντα, δράκων
- laužas graikiškai - φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
- lava graikiškai - λάβα, λάβας, της λάβας, από λάβα, τη λάβα
- lavina graikiškai - χιονοστιβάδα, πλημμύρα, χιονοστιβάδας, χιονοστιβάδων, χιονοστιβάδες, καταιγισμό
Atsitiktiniai žodžiai
Laužti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Vertimai: σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο