Potvarkis graikiškai
Vertimas: potvarkis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
παραγγελία, διάταγμα, θεσπίζω, προσταγή, ρύθμιση, εντολή, θέσπισμα, κανονισμός, παραγγέλλω, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: potvarkis
potvarkis pavyzdys, potvarkis del, potvarkis rusiskai, potvarkis įsakymas, raštvedyba potvarkis, potvarkis kalbų žodynas graikų, potvarkis graikiškai
Vertimai
- posūkis graikiškai - σκύβω, ζάρωμα, καμπυλώνεται, πτυχή, διπλώνω, γέρνω, στροφή, ...
- poteriauti graikiškai - προσεύχομαι, Προσευχήσου, προσεύχονται, προσευχηθείτε, προσεύχεστε
- potvynis graikiškai - κατακλυσμός, πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμυρών, πλημμύρας, ...
- povas graikiškai - παγόνι, παγώνι, παγωνιού, peacock, ταώς
Atsitiktiniai žodžiai
Potvarkis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: παραγγελία, διάταγμα, θεσπίζω, προσταγή, ρύθμιση, εντολή, θέσπισμα, κανονισμός, παραγγέλλω, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Vertimai: παραγγελία, διάταγμα, θεσπίζω, προσταγή, ρύθμιση, εντολή, θέσπισμα, κανονισμός, παραγγέλλω, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που