Profesija graikiškai
Vertimas: profesija, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
επάγγελμα, κατοχή, επενδύω, δουλειές, κατάληψη, επιχείρηση, δουλειά, ρυτίδα, παρατάσσω, υπόθεση, γραμμή, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: profesija
profesija is k raides, profesija pagal kraujo grupe, profesija turizmas, profesija angliskai, profesija policininkas, profesija kalbų žodynas graikų, profesija graikiškai
Vertimai
- produkcija graikiškai - παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
- produktas graikiškai - παραγωγή, προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, του προϊόντος, το προϊόν
- profesorius graikiškai - καθηγητής, καθηγητή, καθηγήτρια, Ο καθηγητής, τον καθηγητή
- proga graikiškai - ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, περίσταση, κατά, περίπτωση, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Profesija graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: επάγγελμα, κατοχή, επενδύω, δουλειές, κατάληψη, επιχείρηση, δουλειά, ρυτίδα, παρατάσσω, υπόθεση, γραμμή, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Vertimai: επάγγελμα, κατοχή, επενδύω, δουλειές, κατάληψη, επιχείρηση, δουλειά, ρυτίδα, παρατάσσω, υπόθεση, γραμμή, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα