Stingrs grieķu valodā
Tulkojums: stingrs, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
εταιρία, αυστηρός, συμπαγής, δριμύς, στερεός, εδραίος, σταθερός, σοβαρός, σέρτικος, εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: stingrs
stingrs augums, stingrs raksturs, stingrs vēders, stingrs sīki rievots audums, stingrs vēders grūtniecības laikā, stingrs valodas vārdnīca grieķu, stingrs grieķu valodā
Tulkojumi
- stimuls grieķu valodā - κίνητρο, κινήτρων, κίνητρα, ενθάρρυνσης, κίνητρο για
- stimulēt grieķu valodā - διεγείρω, ώθηση, κίνητρο, κέντρισμα, κίνητρο για, έναυσμα
- stiprs grieķu valodā - αλύγιστος, άκαμπτος, μανιασμένος, ισχυρός, παράφορος, δυνατός, άγριος, ...
- stops grieķu valodā - τόξο, βαλλίστρα, φιόγκος, κόμπος, crossbow, βαλλίστρας, βαλλιστρών
Nejauši vārdi
Stingrs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: εταιρία, αυστηρός, συμπαγής, δριμύς, στερεός, εδραίος, σταθερός, σοβαρός, σέρτικος, εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
Tulkojumi: εταιρία, αυστηρός, συμπαγής, δριμύς, στερεός, εδραίος, σταθερός, σοβαρός, σέρτικος, εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας